- φερετροποιείο
- το, Νεργαστήριο και κατάστημα φερετροποιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < φερετροποιός. Η λ., στον λόγιο τ. φερετροποιεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα 'Αστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φερετροποιείο — το το εργαστήριο ή το κατάστημα του φερετροποιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)